предотвращать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

предотвращать - translation to Αγγλικά


предотвращать      

см. тж. избегать; мешать; не давать распадаться; препятствовать; удерживать от распада


• Extensive baffling is used to prevent laser scatter from reaching the photomultipliers.


• In a fast crosswind the wing cannot be raised quickly enough to forestall a skid.


• Motors on the milling heads are totally enclosed to exclude (or prevent, or guard against) ingress of metallic dust.


• A duplicate radar system is the obvious way to guard against the possibility of grounding due to equipment failure.


• The installation insures against dehydration of the gypsum.


• The resulting gyroscopic stabilization keeps the projectile from tumbling.


• The filter keeps stray radio-frequency signals from entering the amplifier.


• The closed vacuum system precludes oxidation.


• The presence of titanium prevents the formation of martensite.


• The non-return valve prevents air being drawn back into the main-pump suction.


• This requires shutdown of the reactor to safeguard it against the release of contaminants.


• The rams are situated on the outside of the main chassis members to ensure that no twisting arises at ...


• Properly executed roof bolting will inhibit loosening.

предотвращать      
предотвратить
v.
prevent
avert      
предотвращать

Ορισμός

предотвращать
ПРЕДОТВРАЩАТЬ, предотвратить что, предустранить, отвратить завременным распорядком, устранить ранними мерами. Прорыв плотины предотвращен спуском воды. -ся, страд. Предотвращенье, действие по гл. Предотвратитель, -ница, отвративший что заблаговременно, загодя.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για предотвращать
1. Милиция научилась предотвращать массовые беспорядки.
2. Предотвращать разведдеятельность против Соединенных Штатов.
3. Надо предотвращать дорожно-транспортные происшествия!
4. Но насколько эта мера способна предотвращать взрывы?
5. Генштаб России вообще захотел предотвращать широкомасштабные войны.
Μετάφραση του &#39предотвращать&#39 σε Αγγλικά